- ίσσαλλα
- και ισσίαλλαεπιφών. μακάρι, αν θέλει ο θεός, με τη δύναμη τού θεού.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αραβ. insa Allah «αν θέλει ο θεός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ισσίαλλα — ἰσσίαλλα (Μ) βλ. ίσσαλλα … Dictionary of Greek